-
1 ἀ-στοχέω
ἀ-στοχέω, das Ziel verfehlen, nicht treffen, gew. übertr., τῆς προϑέσεως Pol. 7, 14; τοῦ μέλλοντος 5, 107, u. öfter; Luc. Amor. 22; τοῦ πρέποντος Plut. Galb. 16; περί τινος, sich in seinem Urtheile über etwas irren, Pol. 3, 21; übh. nicht Rücksicht nehmen auf etwas, 29, 9.
-
2 ἐξ-αλλάσσω
ἐξ-αλλάσσω, 1) vertauschen, umtauschen, verändern; αἰὼν ἄλλ' ἄλλοτ' ἐξάλλαξεν Pind. I. 3, 18; λουτρῶν τύχε ἐσϑῆτά τ' ἐξάλλαξον Eur. Hel. 1297, κακοῖσιν ὅστις μηδὲν ἐξαλλάσσεται, der keine Aenderung in seinem Unglück erleidet, dessen Unglück sich nicht ändert, Soph. Ant. 474; τὸ εἰωϑὸς καὶ ξενικὴν ποιεῖ τὴν λέξιν Arist. rhet. 3, 3, vgl. poet. 22; τινὰ κοσμήσεσιν Plut. Thes. 23. – Εὐρώπαν, E. verlassen, Eur. I. T. 135; σπάργανα, zurücklassen, Ion 918; – ἐξηλλαγμένος, verschieden, abweichend, παρὰ πολὺ τῆς τῶν ἄλλων ἐξ. διανοίας Isocr. 8, 63; ungewöhnlich, Arist. poet. 21; Pol. 2, 37, 6 u. Sp. – 2) δρόμον, dem Laufe eine andere Richtung geben, Xen. Cyn. 10, 7; übh. abkehren, abwenden, τὴν γύμνωσιν ἐξ. τῶν ἐναντίων, die Blöße von den Feinden abwenden. Thuc. 5, 71. – Auch intrans., von Etwas weggehen, δεῠρο ἀπὸ τῆς νεώς, hierher kommen vom Schiffe, Philostr.; übh. abweichen, verschieden sein. ἐξαλλάττειν τῆς ἀρχαίας μορφῆς Arist. gener. anim. 4, 1; τοῠ πρέποντος rhet. 3, 2; vgl. Pol. 10, 45, 1; ἐξαλλάσσουσα χάρις, ausgezeichnet, Eur. I. A. 565. – Bei Menand. fr. inc. 205 nach B. A. 96 = τέρπω, eine Veränderung machen, ergötzen, s. Bast epist. crit. p. 241. 284.
См. также в других словарях:
δίκαιο — Ο όρος δ. είναι ιδιαίτερα ευρύς και χρησιμοποιείται με περισσότερες από μία σημασίες. Γενικά ο όρος δ. χρησιμοποιείται για να προσδώσει την έννοια του ορθού και του πρέποντος σε πράξεις και σε συμπεριφορές.Ως στενός νομικός όρος υπέστη εκτεταμένη … Dictionary of Greek
ήθη — O τρόπος με τον οποίο ζουν και φέρονται οι άνθρωποι στον κοινωνικό βίο τους και, γενικότερα, τα έθιμα που απορρέουν από την ιδιοσυστασία τους. Ή. ονομάζονται επίσης οι θεσμοί που διέπουν την κοινωνική ζωή, σύμφωνα με την αντίληψη του ορθού και… … Dictionary of Greek
ηθικός — ή, ό (AM ἠθικός, ή, όν) 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο ήθος ή στην ηθική, κατ αντίθεση προς το ανήθικος και σε αντιδιαστολή προς το διανοητικός 2. αυτός που επιδρά στο ήθος ή στα ήθη («ηθική διδασκαλία») νεοελλ. 1. αυτός που είναι σύμφωνος… … Dictionary of Greek
χρηστός — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από την Αλβανία και ήταν οπωροπώλης στην Κωνσταντινούπολη. Οι Τούρκοι τον αποκεφάλισαν γιατί αρνήθηκε να εξισλαμιστεί (1748). Η μνήμη του τιμάται στις 12 Φεβρουαρίου. * * * ή, ό / χρηστός, ή, όν, ΝΜΑ … Dictionary of Greek
παράβαση — (Νομ.). Στο δίκαιο χαρακτηρίζεται γενικά ως π. οποιαδήποτε παραβίαση νομικού κανόνα. Στο ποινικό δίκαιο διαφόρων χωρών, ο όρος π. δηλώνει ειδικότερα τα ελαφρύτερα αδικήματα, που ο ελληνικός Π.Κ. περιλαμβάνει στην κατηγορία των πταισμάτων. Στον… … Dictionary of Greek
εκτροχίαση — η 1. η ενέργεια τού εκτροχιάζω 2. το αποτέλεσμα τού εκτροχιάζω, η έξοδος από την τροχιά, κυρίως για οχήματα που κινούνται πάνω σε σιδηροτροχιές 3. μτφ. παρεκτροπή, έξοδος από τα όρια τού πρέποντος ή τής ευπρέπειας … Dictionary of Greek
επιεικής — ές (AM ἐπιεικής, ές) συγκαταβατικός, ήπιος στην κρίση του, μετριοπαθής αρχ. μσν. 1. πράος, αγαθός 2. το ουδ. ως ουσ. τὸ ἐπιεικές α) επιείκεια, συγκαταβατικότητα β) αγαθότητα αρχ. 1. αρμόδιος, κατάλληλος («τύμβον δ’ οὐ μάλα πολλόν... ἀλλ’ ἐπιεικέα … Dictionary of Greek
παρεκτρέπω — ΝΜΑ 1. στρέφω κάτι πλαγίως ή σε άλλο μέρος, εκτρέπω από την κανονική του θέση ή κατεύθυνση, απομακρύνω 2. (το μέσ.) παρεκτρέπομαι μτφ. α) εκτρέπομαι, απομακρύνομαι από την ευθεία οδό, υπερβαίνω τα όρια τού πρέποντος, παραστρατώ, ζω έκλυτο βίο β)… … Dictionary of Greek
мѣра — МѢР|А (402), Ы с. 1. Прибор для измерения веса, количества: спѹдъ на главѣ имѧше и лакъкь [вм. лакъть] рекше воднѹю мѣрѹ (πῆχυν) ГА XIII–ХIV, 247в; и исписахъ всѧко сѣмѧ на земли. и изрѡвновахъ всѧку мѣру и превѣсу праведну измѣрихъ и исписахъ.… … Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)
εκπρεπής — ἐκπρεπής, ές (Α) 1. διαπρεπής, υπέροχος («ἐκπρεπεστάτη γυνή», Ευρ. Αλκ.) 2. έξω τού πρέποντος, απρεπής … Dictionary of Greek
στοχασμός — ο, ΝΜΑ [στοχάζομαι] νεοελλ. μσν. σκέψη, λογισμός («απ ένα εις άλλο στοχασμό πηγαίνει», Σολωμ.) μσν. αρχ. πρόθεση, στόχος μιας ενέργειας (α. «γαστριμαργία... στοχασμοῡ φόβητρον», Νείλ. β. «μελέτης στοχασμός», Πλάτ.) αρχ. 1. εικασία («τὸν στοχασμὸν … Dictionary of Greek